- γναμπτός
- γναμπτός, -ή, -όν (Α) [γνάμπτω]1. κυρτός, καμπύλος («γναμπτοῑς ἀγκίστροισιν»)2. εὔκαμπτος, ευλύγιστος («ἐνὶ γναμπτοῑσι μέλεσι» — στα ευλύγιστα, ζωντανὰ του μέλη)3. ευμετάβολος («νόημα γναμπτὸν ἐνι στήθεσσι»).
Dictionary of Greek. 2013.